- ἆθλοι
- ἆ̱θλοι , ἆθλοςcontestmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Achaios aus Eretria — (* um 484 v. Chr.; † vor 406 v. Chr.) war ein griechischer Tragödiendichter, von dem nur wenige Fragmente erhalten sind. Leben und Wirken Über sein Wirken sind wir nur aus vereinzelten Angaben bei Athenaios sowie durch eine Vita der… … Deutsch Wikipedia
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
παγκόνιτος — παγκόνιτος, ον (Α) καλυμμένος παντού με σκόνη, κατασκονισμένος («παγκόνιτα ἄεθλ ἀγώνων» κατασκονισμένοι άθλοι αγώνων, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κόνις «σκόνη»] … Dictionary of Greek
Αχαιός — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικό πρόσωπο, γενάρχης και ήρωας των Αχαιών, γιος του Ξούθου (γιου του Έλληνα) και της θυγατέρας του Ερεχθέα, Κρέουσας (Απολλόδ. Α’ 7,3 και Στραβ. Η’ 383). Σύμφωνα με άλλες εκδοχές ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Γκούντρουν — I (Gudrun).Γερμανικό έπος του 13ου αι. Σε αυτό, εξιστορούνται οι άθλοι του γιου του βασιλιά της Ιρλανδίας Χάγκεν, ο γάμος του βασιλιά Χετέλ με τη Χίλδα, κόρη του Χάγκεν και η απαγωγή της Γ., κόρης του Χετέλ και της Χίλδας και μνηστής του Χέρβιγκ … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
κυνικοί — Φιλόσοφοι της αρχαιότητας που περιφρονούσαν την κοινωνική συμβατικότητα. Ιδρυτής του φιλοσοφικού ρεύματος θεωρείται είτε ο μαθητής του Σωκράτη, Αντισθένης, είτε ο Διογένης ο Σινωπέας. Η φιλοσοφία τους ξεκίνησε κατά τον 4ο αι. π.Χ. και κατόρθωσε… … Dictionary of Greek